Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή…!!!

Αλέξης Τσίπρας : »Είμαστε σάρκα από την σάρκα αυτού του λαού,
ερχόμαστε μέσα από τις σελίδες της ιστορίας αυτού του λαού,
αυτόν τον λαό θα υπηρετήσουμε.
Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας.
Σε αυτό το Σύνταγμα ορκιστήκαμε,
αυτό θα υπηρετήσουμε.»
_mg_0946

 

Λευκίμμη : Θρίαμβος του ΣΥΡΙΖΑ

Στη Λευκίμμη ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε ένα από τα μεγαλύτερα – ίσως το μεγαλύτερο – ποσοστά (51,03 %) σε όλη την Ελλάδα…!!!

ΣΥΡΙΖΑ : 51,03 % (2.121 ψήφοι)
ΝΔ : 15,45 % (642 ψήφοι)
ΚΚΕ 11,81 % (481 ψήφοι)
ΧΑ 5,13 % (213 ψήφοι)
ΠΑΣΟΚ 4,38 % (182 ψήφοι)
ΑΝΕΛ : 4,19 % (174 ψήφοι)
ΠΟΤΑΜΙ : 3,15 % (131 ψήφοι)
ΚΙΔΗΣΟ : 2,00 % (83 ψήφοι)

112

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Κέρκυρα…!!!

ypospifioi

 

Η κυβέρνηση της Αριστεράς, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και πρωταγωνιστή τον λαό, θα προωθήσει και για την Κέρκυρα ένα νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο.
  • Παραγωγική ανασυγκρότηση με κέντρο τον άνθρωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον.
  • Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που θα μας βγάλουν από την κρίση και το τέλμα.
  • Προστασία των περιοχών ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και των περιοχών Natura. Αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων του Ερημίτη, του Ίσσου, του Παλαιού Ψυχιατρείου, κλπ.
  • Χωροταξικό σχεδιασμό, σύγχρονο ρυθμιστικό σχέδιο, καθορισμό χρήσεων γης.
  • Σύγχρονη ακτοπλοΐα και διασύνδεση με τα νησιά του Ιονίου, την ηπειρωτική Ελλάδα και το εξωτερικό.
  • Αναβάθμιση των δομών παιδείας και υγείας. Αναβάθμιση του Ιόνιου Πανεπιστημίου.
  • Φροντίδα για τα μνημεία και τη μοναδική πολιτιστική μας κληρονομιά.
  • Αναπτυξιακό σχεδιασμό για τους κύριους παραγωγικούς τομείς του νησιού μας, αναδιάρθρωση του ελαιώνα, αναπροσανατολισμό του  τουρισμού. Τουριστική ανάπτυξη από την κοινωνία για την κοινωνία.
  • Καθιέρωση μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ, που θα συμβάλλει ανάπτυξη της οικονομίας και στην ανταγωνιστικότητα του τουρισμού.
  • Η Κέρκυρα δεν καταστρέφεται στο βωμό του κέρδους. Άμεση κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ και των συμβάσεων παραχώρησης του αερολιμένα και του λιμένα Κέρκυρας. Εκσυγχρονισμός τους και λειτουργία τους υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την ανάπτυξη του νησιού.
Στις 25 Γενάρη, η ελπίδα για μια Ελλάδα της Αξιοπρέπειας, της Δικαιοσύνης, της Δημοκρατίας νικά τον φόβο της μαύρης προπαγάνδας.
Θέτουμε τον λαό σε ρόλο πρωταγωνιστή.
Το πραγματικό δίλημμα που τίθεται ξανά, είναι:
Ή εμείς, ή αυτοί!

Ανοικτή Επιστολή του Δημάρχου Κέρκυρας Κώστα Νικολούζου προς τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυρ. Μητσοτάκη

NIKOLOUZOS2

 

Κύριε Υπουργέ

Μου προκαλεί εντύπωση η ακαριαία αντίδραση του Υπουργείου σας, στην επιστολή που σας έστειλα, εκφράζοντας την αντίθεση μου, στον τρόπο αξιολόγησης του προσωπικού και στον επανέλεγχο των συμβάσεων, οι οποίες μετατράπηκαν με το Π.Δ «Παυλόπουλου» από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.

Μαζί με την απαντητική σας επιστολή, η όποια αποφεύγει την ουσία του προβλήματος, δώσατε εντολή για διενέργεια ελέγχου στο Δήμο Κέρκυρας και στα Νομικά του Πρόσωπα, με αντικείμενο «την εξέταση της νομιμότητας των διαδικασιών πρόσληψης των υπαλλήλων με αρχική σύμβαση πρόσληψης με σχέση εργασίας ιδιωτικού Δικαίου, από το1994 μέχρι σήμερα».

Η πράξη σας αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη ψυχραιμίας και εκδικητικότητα για έναν νησιωτικό Δήμο 120.000 κατοίκων, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου σας, κατατάσσεται στους υποστελεχωμένους δήμους της χώρας και αγωνίζεται να λειτουργήσει και να ανταποκριθεί με υπεράνθρωπες προσπάθειες, στις αυξημένες ανάγκες μιας τουριστικής περιοχής.

Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες κ. Υπουργέ στη μετατροπή των συμβάσεων των 120 εργαζομένων, που αναφέρω στην επιστολή μου. Απεναντίας για τους υπαλλήλους αυτούς ακολουθήθηκε κάθε νόμιμη διαδικασία.

Κύριε Υπουργέ

Η προσπάθεια σας, να τρομοκρατήσετε αιρετούς και εργαζομένους, με πράξεις εκδίκησης, εναντίον του Δημάρχου, που δε συμφωνεί στις παράνομες και άδικες απολύσεις που σχεδιάζετε, δε θα περάσει. Είμαστε αποφασισμένοι να προστατεύσουμε τόσο τους δημότες της Κέρκυρας, όσο τους εργαζόμενους του Δήμου μας.

Πέτρος Σταύρου : Στην κόλαση των ΄΄παραδείσων΄΄

1a-petros-stavroy

Luxleaks, φόροι και ανέξοδες πολιτικές μεγαλοστομίες

Πέρα από τις πρώτες «οργισμένες» αντιδράσεις κρατών, κομμάτων και μέσων ενημέρωσης για το σκάνδαλο του φορολογικού «παραδείσου» του Λουξεμβούργου, πώς προχωράμε; Τι προτείνεται για την αντιμετώπιση του φαινομένου πέρα από τα αυτονόητα, όπως η  αναγκαιότητα της φορολογικής εναρμόνισης των κρατών της ευρωζώνης; Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό. Γιατί δεν τιμωρείται και το Λουξεμβούργο όπως η Κύπρος; Γιατί η φορολογική εναρμόνιση της Ε.Ε. δεν προχωρά και σε θέματα φορολόγησης επιχειρήσεων, αλλά παραμένει μόνο σε αυτά του ΦΠΑ; Τι αποτελέσματα θα είχε η «τιμωρία» του Λουξεμβούργου; Ποια κράτη μετατρέπονται σε φορολογικούς «παραδείσους» και γιατί;

Ποια κράτη γίνονται φορολογικοί «παράδεισοι» και γιατί. Οι μεγαλύτεροι φορολογικοί «παράδεισοι» βρίσκονται στο κέντρο του Μανχάταν και το city του Λονδίνου, και όχι σε κάποιο εξωτικό νησί. Οι περιοχές των μητροπολιτικών κέντρων του χρηματιστηριακού καπιταλισμού αποτελούν και τους μεγαλύτερους φορολογικούς «παραδείσους». Ξέρουμε πολύ καλά πως η φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και του κινητού  (σε τίτλους) πλούτου ουδέποτε φορολογήθηκε στον ίδιο βαθμό με άλλες οικονομικές δραστηριότητες και μορφές πλούτου.

Εκτός από τις παραπάνω περιοχές, που χωροθετούνται στις πρωτεύουσες των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών και σχηματισμών (τέτοια περίπτωση είναι και το Λουξεμβούργο, τηρουμένων των αναλογιών), μεγάλες πιθανότητες να αποτελέσουν «παραδείσους»  έχουν μικρά κράτη, που ο πληθυσμός τους δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο, διαθέτουν σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, ανεπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και διαρκή πολιτική σταθερότητα. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, η πολιτική σταθερότητα, σύμφωνα με έρευνες, ανεβάζει τις πιθανότητες ένα μικρό κράτος με λιγοστό και σχετικά ευκατάστατο πληθυσμό να αποτελέσει φορολογικό «παράδεισο» από το 25% στο 61% (βλ. D.  Dharmapala, J. R. Hines Jr, «Which countries become tax havens?», Journal of Public Economics, 93, 2009).  Τα μικρά αυτά κράτη διαθέτουν ένα γνώρισμα που δεν διαθέτουν οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις: εντός τους, η γενική κεφαλαιακή σχέση αναπαράγεται ευκολότερα και φτηνότερα, λόγω του μεγέθους του κράτους, καθώς  και του πληθυσμού (μικρού και ευκατάστατου). Τα περισσότερα αγαθά αποκτώνται με το πρωτογενές εισόδημα των κατοίκων, και όχι με τη βοήθεια δευτερογενών αναδιανεμητικών θεσμών. Τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, αντίθετα,  και έχουν μεγάλες ανάγκες ειδικής και γενικής αναπαραγωγής του καπιταλισμού τους, και δεν μπορούν να αποφύγουν τη σημαντική φορολόγηση των εισοδημάτων.

Ο ρόλος της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου. Αν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των κρατών-«παραδείσων» αποτελούν τους υποκειμενικούς παράγοντες της ύπαρξης τους, ποιοι είναι οι αντικειμενικοί παράγοντες που προκαλούν τη δημιουργία τους; Σε αδρές γραμμές, η κινητικότητα του ίδιου του παραγωγικού συντελεστή που λέγεται «κεφάλαιο», είτε με άυλες μορφές είτε με τη μορφή των πολυεθνικών εταιριών. Λόγω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, τα φορολογικά συστήματα των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων-εξαγωγέων κεφαλαίου προσπαθούν να αποφύγουν τη διπλή φορολόγηση του κεφαλαιακού εισοδήματος, και στη χώρα όπου αυτό «μεταναστεύει» και στην ίδια του την χώρα, όπου επιστρέφει με τη μορφή εισοδημάτων από κέρδη στην αλλοδαπή.

Ωστόσο, η αποφυγή της διπλής φορολόγησης οδηγεί ταχύτατα τις εταιρείες σε πρακτικές γενικής φοροαποφυγής. Είναι η στιγμή που η μικρή χώρα ανακαλύπτει πως έχει κάθε λόγο να χρησιμοποιήσει το φορολογικό της σύστημα και το ευρύτερο θεσμικό της πλαίσιο ως χωροθετική βάση εικονικών εταιριών που αντικαθιστούν τις πραγματικές δραστηριότητες της μητρικής εταιρείας, στη χώρα προέλευσης, με ελάχιστα φορολογούμενες και εικονικές δραστηριότητες στη χώρα-«παράδεισο». Πρόκειται, στην ουσία, για επιλογή των πιο εύκολων και άμεσων τρόπων διεθνοποίησης της οικονομίας της μικρής χώρας, διαμέσου της προσέλκυσης σημαντικών κεφαλαιακών εισροών. Έτσι ωφελούνται τόσο η μικρή χώρα, μέσω μιας έμμεσης δημοσιονομικής αναδιανομής πόρων μεταξύ χωρών, όσο και η μητρική επιχείρηση που δημιούργησε την εικονική εταιρία για να αποφύγει τη φορολόγηση.

Υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης; Από τις προηγούμενες διαπιστώσεις καταλαβαίνουμε ότι η «τιμωρία» της χώρας που μετατρέπεται σε φορολογικό «παράδεισο» αλλά και οι εξαγγελίες φορολογικής εναρμόνισης θα παραμείνουν εξαγγελίες. Λόγω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, δημιουργούνται αντικειμενικοί λόγοι και κίνητρα δημιουργίας «παραδείσων» και έμμεσων δημοσιονομικών μεταφορών. Η κατάργηση ενός «παραδείσου» θα εκτρέψει τη δημοσιονομική μεταφορά φόρων σε άλλη κατεύθυνση, σε άλλον «παράδεισο». Το πρόβλημα που δημιουργεί το Λουξεμβούργο δεν αντιμετωπίζεται με το χρηματοοικονομικό αυταρχισμό, αλλά με τη δημοσιονομική δικαιοσύνη και την αντιμετώπιση της λιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.  Ένα πρώτο βήμα είναι  ο κοινοτικός προϋπολογισμός, το βασικό εργαλείο δημοσιονομικής αναδιανομής της Ε.Ε., να αυξηθεί σημαντικά από το χαμηλότατο επίπεδο στο οποίο βρίσκεται. Κατόπιν, πρέπει να επανεξεταστούν οι συμμετοχές των κρατών-μελών στη χρηματοδότησή του.

Με άλλα λόγια, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπιστεί ο φορολογικός ανταγωνισμός εντός της Ε.Ε. είναι η χώρα που τον χρησιμοποιεί για να προσελκύσει εύκολη φορολογική βάση και να εκμεταλλευτεί μια έμμεση δημοσιονομική μεταφορά πόρων από τα υπόλοιπα κράτη να υποχρεωθεί σε μεγαλύτερη συμμετοχή, από τα υπόλοιπα κράτη, στον αυξημένο κοινοτικό προϋπολογισμό. Να αντιμετωπιστεί, δηλαδή, η έμμεση και άτυπη δημοσιονομική μεταβίβαση προς τον «παράδεισο» με μια αντίθετης κατεύθυνσης άμεση δημοσιονομική μεταφορά στον κουμπαρά του κοινοτικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια λύση όμως ο υπαρκτός ευρωπαϊκός καπιταλισμός δεν μπορεί να την εφαρμόσει. Η σημερινή αυτοκαταστροφική και αυταρχική Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί και δεν θέλει να αντιμετωπίσει τους φορολογικούς «παραδείσους»· της αρκούν οι ανέξοδοι λεονταρισμοί και οι ανόητες επιδείξεις πυγμής.

Σημ.: Όπως σημείωνε ο Δημήτρης Ιωάννου, στη μετάφραση του άρθρου του Όουεν Τζόουνς στα προηγούμενα «Ενθέματα», ο όρος «φορολογικός παράδεισος» είναι προβληματικός (όχι μόνο επειδή haven [και όχι heaven] σημαίνει καταφύγιο, λιμάνι, λημέρι), αλλά και επειδή έχει συνδηλώσεις ομορφιάς, ευτυχίας κλπ. Γι’ αυτό και τον χρησιμοποιώ μόνο εντός εισαγωγικών. 

Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ

ΠΗΓΗ : ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος : Τάσεις απόσυρσης

Image

Η παραδοχή της αποτυχίας των Μνημονίων ως προς τους διακηρυγμένους στόχους τους, ακόμα και από τους πλέον μετριοπαθείς, σημαίνει επανατοποθέτηση του κεντρικού διλήμματος. Σημαίνει, δηλαδή, την έναρξη μιας νέας περιόδου. Το θέμα, στο εξής, δεν είναι το «ναι ή όχι» στα Μνημόνια, αφού αυτά τα μέμφονται πλέον και οι χτεσινοί υποστηρικτές τους. Το θέμα πια είναι η στάση μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο της πολιτικής αλλαγής. Με την Αριστερά να διεκδικεί την εξουσία για πρώτη φορά με τέτοιες αξιώσεις μετά το 1944, το κεντρικό ερώτημα έχει να κάνει στο εξής με την υποστήριξη της εξέλιξης αυτής -ή την αποτροπή της-, καθώς και τους «τρόπους» της μίας ή της άλλης τοποθέτησης.

Σε πείσμα όσων βιάζονται να φορέσουν τα κυβερνητικά τους, το νέο σκηνικό βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με την περίοδο λίγο πριν το ‘81, οπότε και είχε διαμορφωθεί ένα συμπαγές κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ στήριξης της «Αλλαγής» (αποκλεισμένα και ανερχόμενα λαϊκά στρώματα, και οι ηττημένοι του Εμφυλίου, που έστω κι αν δεν ήταν ΠΑΣΟΚ, επένδυαν προσδοκίες στην άνοδό του), η κοινωνική και πολιτική συμμαχία υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τελειωμένη υπόθεση. Αυτό, εντούτοις, δεν αναιρεί το πού βρισκόμαστε σήμερα.

Μπροστά στη νέα αυτή περίοδο, υπάρχουν δύο αντιθετικές τάσεις. Η πρώτη είναι αυτή της υπεραριστερής αμφισβήτησης. Μιας αμφισβήτησης που, παρά το αγαθό των προθέσεών της, συνηχεί με την προσπάθεια αποδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ από τη Ν.Δ. ως «μια από τα ίδια». Για τους εκπροσώπους της τάσης αυτής, το ζήτημα δεν είναι η διαμόρφωση των κοινωνικών όρων (λαϊκή αυτοοργάνωση κ.ά), που θα επιτρέψουν στο εγχείρημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» να μην αποτελέσει θλιβερή παρένθεση. Γι’ αυτούς το μείζον είναι η επί χάρτου υπόδειξη των ορίων του εγχειρήματος – και τελικά το καταθλιπτικά αντιπολιτικό «δεν αλλάζει τίποτα». Λες κι αν αποτύχει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, δεν θα μας πάρει όλους ο διάολος, αλλά αποκλειστικά και μόνο τους πρωταγωνιστές. Στη λογική αυτή, κάθε πραγματικό ή επινοημένο φάλτσο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά εικόνα από το κοντινό μέλλον: μια επιβεβαίωση της υπεραριστερής απαισιοδοξίας, που δεν περιμένει καν τον πρώτο συμβιβασμό. Δικαιώνεται ήδη από την επομένη των εκλογών του 2012 – άλλοτε με τη μια ή την άλλη δήλωση, άλλοτε με τη μια ή την άλλη ad hoc συμμαχία (η ίδια, εννοείται, δεν συμμαχεί ποτέ και σε τίποτα) κι άλλοτε με ζητήματα ηθικοπολιτικά (βλ. πόθεν έσχες).

Υπάρχει, συμμετρικά, και η τάση των μετριοπαθώς καθαρολογούντων. Το πρόβλημα, εδώ, δεν είναι η αναπόφευκτη δήθεν σοσιαλδημοκρατικοποίηση, αλλά αντίθετα, ο «θορυβώδης ριζοσπαστισμός». Το θέμα, εδώ, δεν είναι αν η επανάσταση θα σπάσει ή όχι τζάμια, και σε πόσα ντεσιμπέλ, αλλά ότι αυτό το πλεόνασμα επαναστατισμού του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά το κρυφό φλερτ του με τον σταλινισμό. Στη λογική αυτή, οι επαναστάσεις είναι ό,τι έμεινε (και πρέπει να μείνει) πίσω. Το μπροστά απαιτεί διάλογο και συγκλίσεις για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την καθημερινότητα, αντί της επαγγελίας μιας αδιευκρίνιστης, αν όχι αδύνατης, κοινωνικής αλλαγής. Και εδώ, βέβαια, κάθε φάλτσο, μικρό ή μεγάλο, ρητορικό ή «πρακτικό», δικαιώνει τον μετριοπαθή πεσιμισμό όσον αφορά τις (περιορισμένες) δυνατότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Το θέμα και με τις δύο αυτές τάσεις δεν είναι οι εύλογες ανησυχίες, επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Το θέμα είναι η απόσυρσή τους: στην πρώτη περίπτωση σε περιθωριακές διαδρομές, στη δεύτερη σε «κριτικές συνομιλίες» με τους νέους αριστοκράτες.

Ελπίζω ειλικρινά οι τάσεις αυτές να είναι παροδικές. Και το ελπίζω, γιατί μπροστά στο εγχείρημα που αναλαμβάνει η ριζοσπαστική Αριστερά, και το οποίο εξ ορισμού μας ξεπερνάει, χρειάζεται όσο τίποτα η αλληλεγγύη. Όχι η πλειοδοσία, πολλώ δε μάλλον η απόσυρση.

ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ

Αριστείδης Μπαλτάς : Το πείραμα

Image

Η (νεοφιλελεύθερη) οικονομία πασχίζει να περιενδυθεί το κύρος των φυσικών επιστημών. Μέχρι Βραβείο Νόμπελ έχει θεσπιστεί για να συνδράμει την προσπάθεια. Με κύριο επιχείρημα την εκτεταμένη χρήση των μαθηματικών. Όλο και πιο εξεζητημένες μαθηματικές θεωρίες επιστρατεύονται, όχι για να εξηγήσουν τα οικονομικά (δηλαδή κοινωνικά) φαινόμενα, αλλά για να βρουν το πώς μπορεί να προβλέπεται η εξέλιξή τους. Προς πάσα χρήση. Η οικονομία θέλει να είναι κάτι σαν εφαρμοσμένα μαθηματικά. Δηλαδή ό,τι ήταν η αστρονομία την εποχή του Πτολεμαίου. Πριν ενσκήψουν ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων.

Θεμέλιο των μαθηματικών είναι ο αριθμός. Η οικονομία δεν μπορεί να αποκτήσει το κύρος που ονειρεύεται αν δεν αποδώσει αριθμητικά τα φαινόμενα που την απασχολούν. Αλλά οι αριθμοί ομογενοποιούν. Δηλαδή ισοπεδώνουν. Ας πούμε στον αριθμό που ονομάζεται ΑΕΠ υποχρεώνεται να εγκλωβιστεί η απέραντη πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων. Τα κοινωνικά φαινόμενα αντιστέκονται, βέβαια, σε μια τέτοια βίαιη ομογενοποίηση. Γι’ αυτό οι συναφείς οικονομικές θεωρίες αποτυγχάνουν παταγωδώς.

Αλλά στην οικονομία λείπει και το άλλο βάθρο των φυσικών θεωριών. Το πείραμα. Δηλαδή οι διαδικασίες που ελέγχουν την ισχύ των θεωριών και επιτρέπουν τη διόρθωσή τους αν αστοχήσουν.

Όταν συγκλίνουν συνθήκες που επιτρέπουν κάτι σαν διεξαγωγή πειράματος, οι οικονομολόγοι ενθουσιάζονται. Μπορούν επιτέλους να ελέγξουν τις θεωρίες τους κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών. Λαμπρό παράδειγμα η Χιλή του Πινοσέτ. Η χώρα μπορούσε να μετατραπεί ελεύθερα στο εργαστήριο όπου θα δοκιμάζονταν πειραματικά οι θεωρίες του Φρίντμαν, βραβείου Νόμπελ Οικονομίας.

Ακόμη καλύτερες συνθήκες παρουσίαζε η Ελλάδα το 2009. Σχετικά μικρό ΑΕΠ, άρα μικροί γενικότεροι συστημικοί κίνδυνοι. Άρχουσα τάξη είτε συν-σχεδιαστή του πειράματος είτε κρατικοδίαιτη και άρα έτοιμη να δεχθεί το παν προκειμένου να μη χάσει το ελάχιστο. Πολιτικό προσωπικό εν πολλοίς δουλοπρεπές, ιδιοτελές και αστοιχείωτο. Κυβέρνηση δημοκρατικά εκλεγμένη, άρα πείραμα κατά τεκμήριο κοινά αποδεκτό, όχι σαν αυτό του Πινοσέτ. Πρωθυπουργό και κυβέρνηση πρόθυμους να προσυπογράψουν χαρωπά τον σχεδιασμό του πειράματος χωρίς να τον διαβάσουν. Και χωρίς να αναρωτιούνται για το πού το πείραμα αποσκοπεί και το ποια θεωρία θέλει να ελέγξει.

Το πείραμα βρίσκεται σε εξέλιξη. Σκοπός του να δοκιμάσει το πώς ο μοχλός του χρέους μπορεί να μετατρέψει τάχιστα μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα σε τριτοκοσμική. Και παράλληλα να αποτιμήσει την είσοδο του ΔΝΤ στο έδαφος της Ευρωζώνης και τη συμβολή του στο πείραμα. Η καταστροφή που παράγεται δεν ενδιαφέρει. Οι διάφορες όψεις της απλώς συνιστούν μετρήσιμες παραμέτρους του πειράματος. Το πείραμα θα ολοκληρωθεί όταν η χώρα θα έχει αλλάξει κατά τα αιτούμενα της θεωρίας και θα αρχίσει να πορεύεται «ομαλά». Το πείραμα έχει μεγάλη εμβέλεια. Αν επιτύχει, θα μπορεί να εφαρμοστεί mutatis mutandis πολύ πλατιά. Η Κύπρος ήδη βρίσκεται σε καλό δρόμο. Τότε η αντίστοιχη θεωρία θα έχει επικυρωθεί και στους εμπνευστές της θα απονεμηθεί Βραβείο Νόμπελ.

Το πείραμα μπορεί να προσκρούσει στις αντιστάσεις των αδαών. Αρκετές από αυτές μπορούν να προβλεφθούν και έχει ήδη σχεδιαστεί η αντιμετώπισή τους. Αλλά υπάρχουν και οι μη προβλέψιμες. Αυτές εξαρτώνται από την εφευρετικότητα και το φρόνημα του ελληνικού λαού. Και των άλλων λαών. Και τη δική μας.

ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ

Ανδρέας Καρίτζης : Πού θα βρείτε τα λεφτά…;

Image

Αυτή η ερώτηση αποτελεί την πιο συχνή γραμμή άμυνας των υποστηρικτών της ασκούμενης πολιτικής σε κάθε συζήτηση, ενώ έχει πια παγιωθεί ως βασική παράμετρος στον κοινό νου. Είναι μια ερώτηση που στοιχειώνει την πολιτική ζωή τα τελευταία χρόνια και διαμορφώνει ένα ασφυκτικό πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης για τις δυνάμεις που δεν έχουν υποκύψει στον νεοφιλελεύθερο δογματισμό.

Πέρα από την ανάγκη να απαντήσουμε πειστικά στο εν λόγω ερώτημα (κάτω από το βάρος της τεράστιας καταστροφής που έχει επέλθει), αξίζει να σκεφτούμε πάνω στην ίδια τη φύση του ερωτήματος. Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα συνιστά δείκτη των τεκτονικών αλλαγών που επιχειρούνται από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών στο έδαφος της κρίσης.

Μέχρι τώρα, οι πολιτικές δυνάμεις όφειλαν να εμφανίσουν ένα πολιτικό πρόγραμμα ως πρόταση για την επίλυση των ζητημάτων που απασχολούσαν την κοινωνία. Όλη την κοινωνία. Έπρεπε δηλαδή το πρόγραμμα να πείθει ότι ήταν καλύτερο από αυτό των άλλων κομμάτων ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ικανοποίηση των αναγκών τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας (ακόμη και αν στην πράξη η συναίνεση επιτυγχανόταν με περίτεχνους εκλογικούς νόμους, πελατειακές σχέσεις, προπαγάνδα κ.ο.κ.).

Το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά» επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο πολιτικής όπου οι ανάγκες της πλειοψηφίας της κοινωνίας δεν είναι πάνω στο τραπέζι. Δεν σχετίζονται με την πολιτική. Τα κόμματα «απελευθερώνονται» από την υποχρέωση να επιληφθούν επί αυτών των ζητημάτων. Δεν χρειάζεται να έχουν πρόγραμμα για το πώς θα αντιμετωπιστεί η ανεργία ή ο αποκλεισμός από τις υπηρεσίες υγείας, από την τροφή, τη στέγη κ.ο.κ. Δεν πρέπει να κρίνονται από αυτά, γιατί αυτά δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.

Το ερώτημα λοιπόν δεν έχει ως στόχο να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν έχει πρόγραμμα, αλλά να τον εκθέσει ακριβώς επειδή έχει πρόγραμμα για ζητήματα που δεν πρέπει πια να εκλαμβάνονται ως ανήκοντα στη σφαίρα της πολιτικής. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού, οι δε μνημονιακές δυνάμεις αρνούνται να κάνουν το ίδιο και τον καταγγέλλουν όχι για το περιεχόμενο των προτάσεων (αν είναι καλές ή κακές) αλλά για το ότι τολμά ακόμη να έχει προτάσεις γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό και δεν υποστηρίζουν ότι με αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα λυθούν κάποια προβλήματα ή ότι οι ίδιοι διαθέτουν μια καλύτερη λύση, αλλά εφορμούν εναντίον του με το «πού θα βρείτε τα λεφτά», επιχειρώντας να απαξιώσουν την ίδια την υποβολή προτάσεων1. Όσο και να βελτιώνονται οι προτάσεις, το μοτίβο δεν θα αλλάξει. Η «ανευθυνότητα» δεν σχετίζεται με την ποιότητα των προτάσεων αλλά με την ύπαρξή τους.

Σχηματικά μιλώντας, δημοκρατία σημαίνει ο λαός να έχει λόγο για τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Η δημοκρατία διευρύνθηκε μέσα από τεράστιες αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά ισχυρούς στον 20ό αιώνα. Σήμερα, το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά» σηματοδοτεί τη ρήξη των οικονομικά ισχυρών με αυτή την ιστορική περίοδο. Σηματοδοτεί τη ρήξη με την «απαράδεκτη» αξίωση των λαϊκών τάξεων να έχουν λόγο για την οικονομία, την κατανομή των πόρων κ.ο.κ. και να επηρεάζουν τις σχετικές αποφάσεις με βάση τα δικά τους κριτήρια και ανάγκες. Οι εν λόγω αποφάσεις ανήκουν αποκλειστικά στις αγορές, δηλαδή στους οικονομικά ισχυρούς. Με αυτή την έννοια δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.

Το περιβόητο ερώτημα απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις από τους οικονομικά ισχυρούς και είναι κρυστάλλινο: «με δεδομένο ότι οι βασικές αποφάσεις ανήκουν πια αποκλειστικά στη δικαιοδοσία μας και ακολουθούν τη λογική του κέρδους, πού θα βρείτε τα λεφτά για νοσοκομεία και σχολεία για εσάς και τα παιδιά σας; Τα λεφτά είναι στα δικά μας χέρια και εμείς αποφασίζουμε αν, πότε και με ποιο τρόπο θα ικανοποιούνται οι ανάγκες σας στη βάση των δικών μας υπολογισμών».

Οι ελίτ αποσπώνται βαθμιαία από τις κοινωνίες και υπερίπτανται απαλλαγμένες από τις όποιες υποχρεώσεις απέναντι στους εκμεταλλευόμενους είχαν αναγκαστεί να αναλάβουν στο παρελθόν. Οι ελίτ θέλουν ταυτόχρονα να μην έχουν καμία ευθύνη για τις κοινωνίες, ενώ παράλληλα να ελέγχουν τι θα παράγεται, πώς θα παράγεται κ.ο.κ.

Όμως, αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε προκύπτει μια σοβαρή αντίφαση: ενώ οι οικονομικά ισχυροί επιχειρούν τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων εις βάρος του λαού και αρνούνται κάθε υποχρέωση έναντι της κοινωνίας, εντούτοις ο λαός παραμένει το ενδεδειγμένο εκλογικό σώμα νομιμοποίησης της πολιτικής. Όμως, πώς είναι δυνατόν ένας λαός να στηρίξει μια πολιτική που τον καταστρέφει και τον αποκλείει από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον του; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πολιτική έκφραση αυτής ακριβώς της αντίφασης: μια πολιτική δύναμη που δεν συναινεί με τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς διεκδικεί με αξιώσεις την πολιτική εξουσία. Η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Είτε η δημοκρατία θα πληγεί καίρια και μόνιμα, ώστε να «συμμορφωθεί» με τη νέα μορφή λήψης κρίσιμων αποφάσεων, είτε οι λαϊκές τάξεις θα αναχαιτίσουν τον σφετερισμό των αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς. Την πρώτη εκδοχή τη ζούμε πλέον καθημερινά και το περιβόητο ερώτημα επανέρχεται διαρκώς για να τρομοκρατήσει: «πού θα βρείτε τα λεφτά; μήπως σας περνάει από το μυαλό να αμφισβητήσετε την αποκλειστικότητά μας πάνω στις κρίσιμες αποφάσεις; μήπως πιστεύετε ακόμη στη δημοκρατία;».

Συχνά, η αγριότητα της ασκούμενης πολιτικής, η πολυμετωπικότητά της και τα απάνθρωπα αποτελέσματά της μας κάνουν να «σκούζουμε» πίσω από την οδοστρωτήρα και να απαριθμούμε τα ερείπια χωρίς να προλαβαίνουμε να αρθρώσουμε μια πολιτική που να αναμετριέται με την πραγματική εμβέλεια των αλλαγών. Αλλαγές τις οποίες οφείλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος ώστε να εντάξουμε οργανικά στην πολιτική πρακτική και ρητορική μας μια εφάμιλλη εναλλακτική πρόταση για τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, της παραγωγής και των θεσμών. Αλλά και για να συμβάλουμε σε μια νέα ποιότητα συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης των λαϊκών τάξεων, γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων.

ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ

Γαβριήλ Σακελλαρίδης : Ο φαύλος κύκλος της ιδιωτικής υπερχρέωσης

Image

Τις τελευταίες μέρες της εβδομάδας ψηφίστηκαν στη Βουλή δύο νομοσχέδια τα οποία σχετίζονται -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- με τον βρόχο της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε αυτή αφορά τις τράπεζες είτε το Δημόσιο. Τόσο το νομοσχέδιο για τη φορολογία των ακινήτων όσο και το νομοσχέδιο για τους πλειστηριασμούς επιδεινώνουν την ήδη δραματική κατάσταση του ιδιωτικού χρέους, βυθίζοντας όλο και μεγαλύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας στην παγίδα της υπερχρέωσης.

Ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας περιουσίας, που αποσκοπεί να εισπράξει 2,65 δισ. μέσα στο 2014 (εκτός από το 1 δισ. που θα εισπραχθεί μέχρι τον Μάιο του 2014 και αφορά τις τελευταίες δόσεις του χαρατσιού του 2013), σε συνθήκες υπερχρέωσης, θα μειώσει επιπλέον το διαθέσιμο εισόδημα και, προφανώς, και τις καταθέσεις, όταν φτάσει η ώρα της πληρωμής του. Η παραδοχή του υπουργείου Οικονομικών ότι θα βεβαιωθούν 3,24 δισ. από αυτόν τον φόρο για να εισπραχθούν 2,65 δισ. σημαίνει ότι μόνο από αυτόν τον φόρο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο θα αυξηθούν κατά 600 εκατ. ευρώ, στην καλύτερη περίπτωση. Ταυτόχρονα, η εισαγωγή ρυθμίσεων για κατασχέσεις εισοδημάτων, ακόμα και όταν οι οφειλές δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, συντείνουν ακόμη περισσότερο στην πιστωτική ασφυξία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Από την άλλη, η αποδυνάμωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς για οφειλές από τραπεζικά δάνεια αποτελεί το δεύτερο χτύπημα σε μια κοινωνία χειμαζόμενη από τις οφειλές. Η αγωνία των τραπεζών και των ξένων κερδοσκόπων επενδυτών για την έναρξη των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με τις στρατηγικές επιδιώξεις για επενδύσεις σε ακίνητα και γη, έναν εξαιρετικά προσοδοφόρο τομέα.

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της ιδιωτικής υπερχρέωσης είναι δραματικά, σε βαθμό που, τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης δημοσίου χρέους στη χώρα μας και την Ευρώπη, σήμερα το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα ενδεχομένως αποτελεί το πρωταρχικό πρόβλημα. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο (εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία) ανέρχονται σήμερα στα 63 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 40 δισ. αφορούν νομικά πρόσωπα και τα 23 δισ. φυσικά πρόσωπα. Οι συνολικές οφειλές νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες ανέρχονται πλέον στα 222 δισ., εκ των οποίων, στο τέλος του 2013, τα 70 δισ. θα αφορούν δάνεια στο κόκκινο. Αν αθροιστούν οι οφειλές νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε Δημόσιο και τράπεζες, η συνολική ιδιωτική υπερχρέωση ανέρχεται στο 157% του ΑΕΠ, τείνοντας σιγά-σιγά να προσεγγίσει το ύψος του δημόσιου χρέους (175,5% του ΑΕΠ).

Ο φαύλος κύκλος «λιτότητας – ύφεσης – υπερχρέωσης» δεν λειτούργησε μόνο για το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, αλλά, έστω και με μία χρονική υστέρηση, λειτούργησε και για το ιδιωτικό. Και αυτό, όντως, αποτελεί βόμβα έτοιμη να εκραγεί, τινάζοντας συθέμελα φαντασιώσεις περί success story το 2014. Στην Ελλάδα μάλιστα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία, ήταν η κρίση δημόσιου χρέους που προκάλεσε την κρίση ιδιωτικού χρέους και όχι το αντίθετο. Όμως ο μηχανισμός ήταν διαφορετικός. Έτσι, ενώ στην Ιρλανδία το ιδιωτικό χρέος μετατράπηκε σε δημόσιο μέσω εγγυήσεων που δόθηκαν από την ιρλανδική κυβέρνηση στις τράπεζες, στην Ελλάδα το δημόσιο δεν μετατράπηκε σε ιδιωτικό, αλλά, πολύ απλά, δίπλα στο δημόσιο χρέος δημιουργήθηκε και πρόβλημα ιδιωτικού, μέσω της επιβολής της μνημονιακής λιτότητας.

Η λογική του φαύλου κύκλου φαίνεται ότι αποτελεί το αγαπημένο μοτίβο στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να θυμίζει κάθε φορά τον πατροκτόνο που ζητάει επιείκεια επειδή είναι ορφανός. Οι συνέπειες της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι βαθύτατες και, εκτός από την κοινωνική απόγνωση που προκαλούν, φαλκιδεύουν τις οποιεσδήποτε ελπίδες για ανάκαμψη. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται δραστική παρέμβαση του Δημοσίου, τόσο με τη μορφή δημόσιων επενδύσεων όσο και με τον δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο, για να επανεκκινηθεί η οικονομία και να σπάσει ο φαύλος κύκλος «λιτότητας – ύφεσης – υπερχρέωσης», βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.

ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ